- φαιδρυντικός
- -ή, -ό / φαιδρυντικός, -ή, -όν, ΝΑ [φαιδρυντής]αυτός που προκαλεί φαιδρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαιδρυντικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φαιδρότητα. 2. ο ικανός να προξενεί φαιδρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρυντικόν — φαιδρυντικός of masc acc sg φαιδρυντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυντικοί — φαιδρυντικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)